- ληθεδανός
- ληθεδανός, -ή, -όν (Α)αυτός που επιφέρει λήθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληθεδανός — causing forgetfulness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθεδανόν — ληθεδανός causing forgetfulness masc acc sg ληθεδανός causing forgetfulness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιδανός — ο (Α νωτιδανός) γένος σελαχίων στο οποίο ανήκουν είδη μεγαλόσωμων ψαριών με οξύ νωτιαίο πτερύγιο και με επίμηκες και χοντρό κεφάλι που απολήγει σε οξύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. (ι)δανός (πρβλ. ουτιδανός, ληθεδανός)] … Dictionary of Greek